ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 17
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
μέτρο δυσκαμψίας measure of rigidity
μέτρο ελαστικότητας modulus of elasticity
μέτρο ελαστικότητας Young's modulus
μέτρο ολίσθησης συνδέσμου slip modulus
μη αναστρέψιμος irreversible
μη αντηχητικός non resonant
μη σκληρυθέν σκυρόδεμα unhardened concrete
μη συμμετρική κατανομή non-symmetrical distribution
μη- φέροντα στοιχεία non-structural elements
μη-γραμμική non-linear
μη-γραμμική ανάλυση non-linear analysis
μη-καταστροφικός non-destructive
μήκος ανάπτυξης κυματισμού fetch upwind
μήκος συσσώρευσης drift length
μήκος συσχετίσεως correlation length
μήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού length of snow drift
μηχανή κυλινδρισμού rolling engine
μηχάνημα machine
μηχάνημα machinery
μηχανική πυρασφάλειας fire safety engineering
μηχανικός σύνδεσμος mechanical fastener
μηχανογράφηση computation
μηχανοκίνητη γέφυρα mechanically-moveable bridge
μίγμα αδρανών για σκυρόδεμα aggregate for concrete crude
μικροδιόρθωση minor repair
μικτή επιφάνεια gross area
μικτό βάρος gross weight
μνημειώδη κτιριακά δομήματα monumental building structures
μονάδα επιφάνειας unit area
μονάδα -προς-μονάδα unit-by-unit
μοναδική δράση single action
μόνιμη δράση permanent action
μόνιμη κατάσταση persistent situation
μόνιμος persistent
μονοκλινής στέγη monopitch roof
μονόρριχτη στέγη monopitch roof
μοντέλο model
μοντέλο ανάλυσης analytical model
μοντέλο υπολογισμού calculation model
μόνωση insulation
μοριοσανίδες particle boards
μοριοσανίδες από πλανίσματα (στρώσεις οδοντωτώς
συγκολλημένες και προσανατολισμένες)
flakeboard, oriented strand board,
waferboard
μοριοσανίδες με συγκολλητικό τσιμεντοκονία, τσιμεντοσανίδες cement-bonded particleboard
μοριοσανίδες πολύ χαμηλής πυκνότητας, τεμαχιοσανίδες chipboard
μορφή form
μορφή mode

----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 18
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
μορφή modelling
μορφολογία των βουνών orography
μπαλκόνι balcony
μπρούντζος-ορείχαλκος brass
νερό, φυσικό (φρέσκο) water, fresh
ξηραμένη σε φούρνο μάζα oven-dry mass
ξύλινη κατασκευή timper structure
ξύλο timber
ξυλοκάρβουνο charcoal
ογκώδη υλικά bulk materials
οδηγία guidance
Οδηγία Δομικών Προϊόντων Construction Products Directive
Οδηγία περί Προϊόντων Κατασκευών Construction Products Directive
οδηγοί-κανόνες prescriptive rules
οδηγός screed
οδηγός καλωδίου cable truncking
οδική γέφυρα highway bridge
οδική γέφυρα road bridge
οδογέφυρα road bridge
οδός κυκλοφορίας carriageway
οδόστρωμα carriageway deck
οδόστρωμα οδικών γεφυρών pavement of road bridges
οδόστρωμα σιδηροδρομικών γεφυρών pavement of rail bridges
οικιακός domestic
οιονεί μόνιμη τιμή quasi-permanent value
οιονεί-στατική δράση quasi-static action
ολιγοκυκλική κόπωση low cycle fatigue
ολική πίεση net pressure
ολισθαίνουσα μάζα χιονιού sliding mass of snow
ολίσθηση sliding
ομοιόμορφα κατανεμημένο φορτίο uniformly distributed load
ονομαστικές καμπύλες θερμοκρασίας-χρόνου nominal temperature-time curve
ονομαστική καμπύλη θερμοκρασίας-χρόνου standard temperature-time curve
ονομαστική τιμή nominal value
ονομαστικός nominal
οξεία γωνία sharp corner
οπλισμένο σκυρόδεμα reinforced concrete
οπτή γη (τερακότα), στερεά terra cotta, solid
οπτοπλινθοδομή masonry
οργανωτικά μέτρα organizational measures
ορθή τάση normal stress
ορθογωνική διατομή rectangular cross section
ορθογωνική διατομή rectangular section
όρια βελών deflection limits
οριακή κατάσταση limit state
οριακή κατάσταση αστοχίας ultimate limit state
οριακή τιμή critical value
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 19
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
οριζόντια δοκός ridge
οριζόντια προβολή actual length
όριο boundary
όριο του περιβάλλοντος boundary of enclosure
ορισμός definition
ορισμός key
οριστική τιμή definitive value
όρος statement
όροφος storey
ορυκτή άσφαλτος bitumen
όχημα vehicle
όψη elevation
όψη facade



- - - Updated - - -

ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 23
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
ρεύμα current
ρεύμα αέρος air stream
ρηγμάτωση crack
ρηγμάτωση cracking
ρητίνη κόλλας glue resin
ροή flow
ροή flux
ροή αέρα airflow
ροπή moment
ροπή αδράνειας second moment of area
ροπή κάμψεως bending moment
ροπή στρέψεως torsional moment
ρυθμός καύσης rate of burning
σβώλος (χωρίς κανονισμένο σχήμα) lump
σε σάκο in bag
σειρά δοκιμών test series
σεισμική δράση seismic action
σεισμική κατάσταση seismic situation
σεισμός earthquake
σημείο μηδενισμού της στροφής της διατομής antinode
σημείωση notation
σημύδα birch
σήραγγα ανέμου wind tunnel
σιδηροδρομική γέφυρα rail bridge
σιδηροδρομική γέφυρα railway bridge
σιδηροτροχιά ballasted track
σιδηροτροχιά rail
σιλό silos
σιταποθήκη dutch barn
σκάλα πρόσβασης access ladder
σκεπαστή γέφυρα roofed bridge
σκέπαστρο obstacle
σκηνή θεάτρου stage
σκληρή ινοσανίδα μέτριας πυκνότητας hardboard, standard and tempered
σκοπός objective
σκοπός scope
σκοπούμενη πιθανότητα intended propability
σκοπούμενη χρήση intended use
σκοπούμενο μέγεθος target size
σκουριά slag
σκύρα ballast
σκυρόδεμα concrete
σκυρόδεμα με εγκλωβισμένο αέρα (κυψελομπετόν) autoclaved aerated concrete
σκυροστρωμένη βάση (υπόστρωμα) ballasted bed
σοβάς plaster
σπασμένα τούβλα broken brick
σπειροειδές καλώδιο spiral cable
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 24
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
στάδια stadia
σταθερά Stefan Boltzmann Stefan Boltzmann constant
σταθερά μηχανήματα fixed machinery
σταθερή (παγιοποιημένη) δράση fixed action
σταθερή απόκριση steady-state
σταθεροποιητική δράση stabilizing action
σταθερότητα consistency
στάθμη της θάλασσας sea level
στάθμη του εδάφους ground level
στάθμη φορτίου load level
στατικές δράσεις static actions
στατική ανάλυση structural analysis
στατική αποδοχή structural appraisal
στατική ένταση background component
στατική επάρκεια static equilibrium
στατική ευστάθεια static equilibrium
στατικός structural
στατιστική ερμηνεία statistical interpretation
στέγαστρο canopy roof
στέγαστρο, προεξοχή awning
στέγη roof
στέγη πολλαπλών ανοιγμάτων multispan roof
στέγη σε πρόβολο cantilevered roof
στερεά καύσιμα solid fuels
στερεό σώμα rigid body
στερεοπλαστική rigid-plastic
στερέωση fixing
στηθαίο parapet
στηθαίο, κράσπεδο kerb
στηρίξεις supports
στήριξη support
στιγμιαία δράση instantaneous action
στιγμιαίος instantaneous
στοά θέασης spectator gallery
στοιχείο component
στοιχείο ασφαλείας safety element
στοιχειώδης επιφάνεια incremental area
στοχαστική απόκριση stochastic response
στόχος objective
στρεπτική ακαμψία torsional stiffness
στρεπτικό φαινόμενο torsional effect
στρέψη torsion
στρογγυλευμένη γωνία rounded corner
στροφή rotational displacement
στρώμα αέρος air layer
στρωτήρας (τραβέρσα) sleeper
στύλος φωτισμού lighting column

- - - Updated - - -


ταλάντωση oscillation
ταλάντωση vibration
ταλάντωση συντονισμού resonant vibration
τάση stress
ταχύτητα αναφοράς reference velocity
ταχύτητα ανεμορριπής gust speed
ταχύτητα ανέμου wind speed
ταχύτητα ανέμου windiness
ταχύτητα απόκλισης του ανέμου divergence wind velocity
τελείωμα finish
τελική πίεση net pressure
τελική πίεση ανέμου net wind pressure
τέμνουσα shear force
τετραγωνική ρίζα μέσων root-mean-square
τετράρριχτη στέγη hipped roof
τέφρα (πεπάλη) fly ash
τέφρα φίλτρου λιγνίτη (παιπάλη λιγνίτη) lignite filter ash
τεχνητή πέτρα (οπτόλινθος, τούβλα) manufactured stone
τεχνική έκθεση design brief
τεχνική προδιαγραφή specification
τεχνική προδιαγραφή technical specigication
τεχνουργία workmanship
τιμές σε πλαίσιο boxed
τιμές συνδυασμού combination values
τιμή σχεδιασμού design value
τιμή σχεδιασμού τέμνουσας design shear force
τιμή-στόχος target value
τοιχία υπογείου basement walls
τοίχοι υπογείων basement walls
τοιχοποιία brickwork
τοιχοποιία masonry
τοίχος αντιστήριξης retaining wall
τομέας section
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 28
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
τομή section
τόξο arc
τόξο arch
τοπική αστοχία local failure
τοπογραφία topography
τραχύτητα roughness
τρεις ευθείες trilinear line
τριβή friction
τρισδιάστατος spatial
τρίμματα διογκωμένα crushed foamed
τριμμένα τούβλα crushed brick
τροποποίηση alteration
τροποποίηση amendment
τροποποίηση modification
τρούλος dome
τροχιά trajectory
τσιμέντο cement
τσιμεντοκονίαμα cement mortar
τυπική αξιοπιστία formal reliability
τυπική απόκλιση standard deviation
τύποι formulae
τύποι προς χρήση operational formulae
τυποποιημένη μορφή format
τυποποιητικές παραπομπές normative references
τύπος type
τύπος κατασκευής type of construction
τύρβη turbulence
τυρβώδης άνεμος turbulent wind
τυρβώδης ροή turbulence
τύρφη peat
τυχαία επίδραση accidental action
τυχαία μεταβλητή random variable
τυχαίο φορτίο accidental load
τυχηματικές καταστάσεις accidental situations
τυχηματική δράση accidental action
τυχηματική κατάσταση accidental situation
υαλότουβλο, κενό glass block, hollow
υγρασία humidity
υγρασία moisture
υλικά και είδη τοιχοποιίας masonry units
υλικά κτιρίων building materials
υλικό ζελατίνης cellulosic material
υπέρβαση exceedance
υπερεπένδυση overcladding
υπερπίεση overpressure
υπερστατικά μέλη statically indeterminate members
υπερυψωμένη κατασκευή pointlike structure
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 29
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
υπερύψωση superelevation
υπήνεμη επιφάνεια downwind face
υπήνεμος leeward
υπόγεια ύδατα ground-water
υπόδειγμα model
υπο-ετήσιος sub-annual
υπολείμματα από υψικάμινο blust furnace slag
υπολογισμός calculation
υποπίεση suction
υποστύλωμα column
υποχώρηση settlement
υποχώρηση στηρίξεως settlement
υψηλή θερμοκρασία elevated temperature
υψόμετρο altitudes
ύψος φλόγας flame height
φαινόμενα περιδινήσεις vortex shedding
φαινόμενο συγχρονισμού synchronising effect
φαινόμενο τύπου Venturi funelling effect
φανοστάτης arc lamp
φάσματα spectra
φασματική ανάλυση modal analysis
φασματική πυκνότητα spectral density
φέρον στοιχείο load carrying part
φέρον στοιχείο structrural element
φέρουσα ικανότητα load-bearing capacity
φέρουσα κατασκευή structure
φέρων οργανισμός load-bearing elements
φέρων οργανισμός structrural system
φέρων στοιχείο load bearing element
φλόγα flame
φορτίο load
φορτίο ανέμου wind load
φορτίο γαιών earth load
φορτίο κόπωσης fatigue load
φορτίο κυκλοφορίας traffic load
φορτίο κυματισμού wave load
φορτίο πυρκαγιάς fire load
φορτίο σύντομης χρονικής διάρκειας short term load
φορτίο χιονιού snow load
φορτίο χώματος earth load
φόρτιση ανεμορριπής gust loading
φόρτωση πάγου ice loading
φράκτης (εμπόδιο) barrier
φράκτης χιονιού snow fence
φράχτης fence
φράχτης ασφαλείας safety barrier
φύλλο plane
----------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΕ-Τμήμα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (ελληνική σειρά) 30
Ελληνικός όρος Αγγλικός όρος
φύλλο ply
φύλλο ακρυλικού acrylic sheet
φύλλο προϊόντων ξύλου wood-based panel
φυσικές εναποθέσεις διαφόρων σχημάτων natural deposition patterns
φυσική γωνία στηρίξεως angle of repose
φυσική κλίση natural slope
φυσική ξυλεία solid timber
φυσική ξυλεία πλανισμένη solid timber planed
φυσική ξυλεία πριστή solid timber sawn
φυσική ξυλεία στρογγυλή solid timber in pole form
φυσική πέτρα (λιθοδομή) natural stone
χαλαρό υλικό loose material
χαλαρός (ασύνεκτος) loose
χαλίκι gravel
χάλυβας steel
χαμηλός low
χαρακτηριστική τιμή characteristic value
χάρτης map
χάρτης ίσων τιμών contour map
χειροτέρευση deterioration
χιόνι με ακανόνιστο σχήμα irregular shape of snow
χιονόπτωση snowfall
χιονοστιβάδα deposit of snow
χρόνος λειτουργίας service life
χύμα bulked
χύμα in bulk
χυτοσίδηρος cast iron
χυτοσίδηρος (κ. μαντέμι) iron, cast
χώμα earth
ψαθυρός britile
ώθηση γαιών earth pressure-